- ποδοπάτημα
- το, Ν [ποδοπατώ]η ποδοπάτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδοπάτημα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποδοπατώ: Τραυματίστηκε από το ποδοπάτημα του πλήθους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπάτηση — η (Α καταπάτησις) [καταπατώ] το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα νεοελλ. 1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου») 2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας») 3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου») 4.… … Dictionary of Greek
κλοτσοπάτημα — το [κλοτσοπατώ] 1. ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα 2. μτφ. περιφρόνηση … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τσαλαπάτημα — το, Ν [τσαλαπατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλαπατώ, ποδοπάτημα 2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο … Dictionary of Greek
καταπάτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταπατώ, τσαλαπάτηση, ποδοπάτημα: Από την καταπάτηση που του γινε έχασε το ένα του παπούτσι. 2. οικειοποίηση ξένου εδάφους: Έκαμε καταπάτηση του οικοπέδου. 3. παράβαση, αθέτηση: Έκαμε καταπάτηση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοτσοπάτημα — το, ατος ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαλαπάτημα — το, ατος 1. καταπάτημα, ποδοπάτημα, κλοτσοπάτημα. 2. μτφ., μεγάλη προσβολή, εξευτελισμός: Τσαλαπάτημα της προσωπικότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερνοκόπημα — το, ατος και φτερνοκόπι, το 1. το να χτυπάει κανείς κάτι με τις φτέρνες, η φτερνιά (βλ. λ.), το ποδοπάτημα, ιδίως το να χτυπάει κανείς με τις φτέρνες το έδαφος, το ποδοκρότημα. 2. η φτερνιά (βλ. λ.). 3. (ναυτ.), το να χτυπάει στο βυθό το πηδάλιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)